- φυτολόγος
- ο ботаник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτολόγος — ο, η, Ν βοτανικός, βοτανολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytologist < φυτόν + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
φυτολόγος — ο επιστήμονας της φυτολογίας, ο ειδικός στη φυτολογία, ο βοτανικός, ο βοτανολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek